Ήταν ένας γεροντάκος και έκανε ωτοστοπ για να πάει Αθήνα φορώντας την καπαρτίνα του.
Σταματάει μια κατάμαυρη νταλίκα μπαίνει μέσα ο γέρος και βλέπει για οδηγό ένα θηρίο που πάνω στο ταμπλό είχε μια χατζάρα.
Στην πορεία πετάγεται ξαφνικά ένα σκυλί και το χτυπάει η νταλίκα ίσα ίσα στην ουρά.Δεν είχε πάθει τίποτα.
Κατεβαίνει κάτω ο οδηγός, και το καθαρίζει με την χαντζάρα.
-Γιατί το σκότωσες ;τον ρωτάει ο γεροντάκος.
-Α, εγώ τα αγαπάω τα ζώα, δεν μου αρέσει να υποφέρουν, λέει ο οδηγός.
Παρακάτω περνάνε ξαφνικά ξυστά από ένα γάιδαρο.Το ζώο θα ζούσε , δεν είχε τίποτα.
Σταματάει η νταλίκα, παίρνει την χατζάρα ο οδηγός και το καθαρίζει το ζώο.
-Γιατί το σκότωσες ;τον ρωτάει ο γεροντάκος.
-Α, εγώ τα αγαπάω τα ζώα, δεν μου αρέσει να υποφέρουν, λέει ο οδηγός.
Μετά από κάποια χιλιόμετρα σε μια απότομη στροφή πέφτει έξω η νταλίκα και πέφτει πάνω σε μια καλύβα.
Ο γεροντάκος είχε χτυπήσει και του είχαν βγει τα όργανα από την κοιλιά.Αλλά θα ζούσε.
Βλέπει τότε τον ίσκιο του οδηγού με την χαντζάρα στα χέρια.
Ρίχνει τα σπλάχνα του πάλι μέσα, κουμπώνει και την καπαρτίνα και όταν έρχεται ο οδηγός, ξεσκονίζει τον ώμο του ο γεροντάκος και λέει:
-Ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα...